κούρητες

κούρητες
Μυθολογικοί δαίμονες, οι οποίοι αποτελούσαν την ακολουθία της Ρέας. Κατάγονταν πιθανότατα από την Κρήτη και ήταν θεότητες που προστάτευαν τα ζώα και την αγροτική ζωή. Κατόπιν συνδέθηκαν με τον μύθο που σχετίζεται με τη γέννηση και την ανατροφή του Δία. Σύμφωνα με την παράδοση, ένοπλοι Κ. χόρευαν έναν έξαλλο χορό –ο οποίος αρχικά ήταν γνωστός με την ονομασία πρύλις και αργότερα πυρρίχη– χτυπώντας τις ασπίδες τους για να μην ακούσει ο Κρόνος τα κλάματα του βρέφους. Διαδόθηκαν στη συνέχεια στον ελληνικό κόσμο και γρήγορα ταυτίστηκαν με τους Κάβειρους της Σαμοθράκης, με τους Iδαίους Δακτύλους (στη Μεσσηνία, στην Αρκαδία και στην Ολυμπία) και με τους Κορύβαντες, ακολούθους της Κυβέλης, η οποία ταυτιζόταν με τη Ρέα (στη Μικρά Ασία, όπου ήταν διαδεδομένη η λατρεία της Μεγάλης Μητέρας).
* * *
κούρητες, -ήτων, οἱ (Α) νέοι στρατεύσιμοι, πολεμιστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + επίθημα -ης, -ητος (πρβλ. έρπης, -ητος, πλάνης, -ητος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κουρῆτες — fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κούρητες — young men masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούρητες — young men masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουρήτες — Μυθολογικοί δαίμονες, οι οποίοι αποτελούσαν την ακολουθία της Ρέας. Κατάγονταν πιθανότατα από την Κρήτη και ήταν θεότητες που προστάτευαν τα ζώα και την αγροτική ζωή. Κατόπιν συνδέθηκαν με τον μύθο που σχετίζεται με τη γέννηση και την ανατροφή… …   Dictionary of Greek

  • Κουρήτεσι — Κουρῆτες fem dat pl κούρητες young men masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουρήτεσσι — Κουρῆτες fem dat pl (epic aeolic) κούρητες young men masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουρήτων — Κουρῆτες fem gen pl κούρητες young men masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουρῆσι — Κουρῆτες fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουρῆσιν — Κουρῆτες fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουρῆτα — Κουρῆτες fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”